- συναύγεια
- ἡ, Α1. ο συναυγασμός*2. (ιδίως στην πλατων, φιλοσ.) η συνάντηση τών οπτικών ακτίνων τού οφθαλμού με τις ακτίνες τού φωτός που εκπέμπει το ορώμενο αντικείμενο, από την οποία παράγεται το φως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -αύγεια (< -αυγής < αὐγή), πρβλ. δι-αύγεια].
Dictionary of Greek. 2013.